τραυλόφωνος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ον, A with lisping speech, Hsch. s.v. Βάττος.
German (Pape)
[Seite 1135] mit stotternder Stimme, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τραυλίζουσαν, παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό- φωνος].