χεράριος

Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

ὁ, a public officer at Ilium, perh. (from χείρ) A = χειρονόμος (q.v.), CIG3620, 3621.

Greek (Liddell-Scott)

χεράριος: ὁ, δημόσιός τις ἄρχων ἐν Τροίᾳ, ἴσως (ἐκ τοῦ χεὶρ) χειρονόμος, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 3620, -21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αξιωματούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. χειράριος) από το θ. χερ- της λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντ-άριος) και αντιστοιχεί με το λατ. amanuensis «υπογραφέας» (< ab + manus «χέρι»)].