χεράριος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεράριος Medium diacritics: χεράριος Low diacritics: χεράριος Capitals: ΧΕΡΑΡΙΟΣ
Transliteration A: cherários Transliteration B: cherarios Transliteration C: cherarios Beta Code: xera/rios

English (LSJ)

ὁ, a public officer at Ilium, perhaps (from χείρ) = χειρονόμος (q.v.), CIG3620, 3621.

Greek (Liddell-Scott)

χεράριος: ὁ, δημόσιός τις ἄρχων ἐν Τροίᾳ, ἴσως (ἐκ τοῦ χεὶρ) χειρονόμος, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 3620, -21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αξιωματούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. χειράριος) από το θ. χερ- της λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντάριος) και αντιστοιχεί με το λατ. amanuensis «υπογραφέας» (< ab + manus «χέρι»)].