ἀντίρρινον

From LSJ
Revision as of 15:13, 11 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίρρῑνον Medium diacritics: ἀντίρρινον Low diacritics: αντίρρινον Capitals: ΑΝΤΙΡΡΙΝΟΝ
Transliteration A: antírrinon Transliteration B: antirrinon Transliteration C: antirrinon Beta Code: a)nti/rrinon

English (LSJ)

τό, calf's snout, Antirrhinum orontium, Thphr.HP 9.19.2 (codd. ἀντίρριζον, cf. Hsch.), Dsc.4.130.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίρρινον: τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον ἄνθος διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, καθότι πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ ἀνοίγει ὡς στόμα λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· ῥίζα δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ καρπὸς ὥσπερ μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. dragón, cabeza de dragón, Antirrhinum orontium L. κυνοκεφάλαιον· οἱ δὲ ἀντίρρινον Dsc.4.130, cf. Plin.HN 25.129, Ps.Apul.Herb.86.13, 87.6, Hsch.