διωκτός
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ή, όν, A driven into exile, banished, S.Fr.1041. 2 of objects, to be pursued, Chrysipp. ap. Ath.1.8d, Arist.EN1097a31.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτός: -ή, -όν, φυγάς, Σοφ. Ἀποσπ. 870. 2) ἐπὶ ἀντικειμέν., ὃ πρέπει τις νὰ ἐπιδιώξῃ, Χρύσιππ. παρ᾿ Ἀθην. 8D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 4, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. exiliado S.Fr.1041.
2 que debe ser perseguido κώθων δ' οὐ παραλειπτὸς ἀσύμβολος, ἀλλὰ δ. prov. en Chrysipp.SHell.337.
3 perseguido de algo como fin en sí mismo, Arist.EN 1097a31, Plot.5.1.2
•subst. τὸ δ. lo que se persigue Arist.de An.432b28, Top.133a26.
Greek Monolingual
διωκτός, -ή, -όν (Α) διώκω
1. αυτός που μπορεί να διωχθεί
2. εξόριστος, φυγάς.
Russian (Dvoretsky)
διωκτός:
1) преследуемый, гонимый Soph.;
2) искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель.