καινόφιλος

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόφῐλος Medium diacritics: καινόφιλος Low diacritics: καινόφιλος Capitals: ΚΑΙΝΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: kainóphilos Transliteration B: kainophilos Transliteration C: kainofilos Beta Code: kaino/filos

English (LSJ)

ον, A often changing one's friends, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1295] der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφῐλος: -ον, ὁ συχνάκις ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος].