ὀφθαλμοδουλεία

Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

English (LSJ)

ἡ, A eye-service, Ep.Eph.6.6: in pl., Ep.Col.3.22.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l’œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.

English (Strong)

from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.

English (Thayer)

(T WH ὀφθαλμοδουλία; see Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and this from ὀφθαλμός and δοῦλος) (A. V. eye-service i. e.) service performed (only) under the master's eye (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή μόνον παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, ἀλλά καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).

Greek Monolingual

ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῡλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.

Greek Monotonic

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, έκφραση δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική δουλικότητα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοδουλεία: v. l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.

Middle Liddell

ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ,
eye-service, NTest.