φλεβί

From LSJ
Revision as of 18:49, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

το / φλεβίον, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
(υποκορ. τ.) μικρή φλέβα, φλεβίτσα
νεοελλ.
ραβδωτή απόχρωση
αρχ.
μτφ. υπόγειο ρείθρο («ἐξ... ὑπονόμων τινῶν φλεβίων συνθλίβεσθαι τὴν πρὸς τῇ ρίζῃ τοῦ ὄρους κρήνην», Στράβ.).