Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
δισσογραφοῦμαι και διττογραφοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενον
λέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < -γράφος.