κρυσταλλώνω

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) κρύσταλλος
μέσ. κρυσταλλοῦμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.
β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.
μέσ. (κρυσταλλ.) αποκτώ κρυσταλλικότητα, αποκτώ κρυσταλλική δομή
νεοελλ.-μσν.
μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, καταψύχω, παγώνω.