στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
τραπεζῶ, -όω, ΝΑ τράπεζα
νεοελλ.
(συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζι
αρχ.
1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές
2. παθ. τραπεζοῦμαι -όομαι
τοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι.