τραπεζώνω

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

τραπεζῶ, -όω, ΝΑ τράπεζα
νεοελλ.
(συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζι
αρχ.
1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές
2. παθ. τραπεζοῦμαι -όομαι
τοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι.