Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) λίθοςμεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνωαρχ.1. (ως απρόσ.) λιθοῦταιγίνεται απολίθωση2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένοντο λιθόστρωτο.