παλιρροώ
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Greek Monolingual
παλιρροῶ, -έω (Α) παλίρρους
ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῖν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.).