κυλλᾶστις

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλᾶστις Medium diacritics: κυλλᾶστις Low diacritics: κυλλάστις Capitals: ΚΥΛΛΑΣΤΙΣ
Transliteration A: kyllâstis Transliteration B: kyllastis Transliteration C: kyllastis Beta Code: kulla=stis

English (LSJ)

ιος, Ion. and later Gr. (cf. UPZ46.15, 53.15 (ii B.C.)) -ῆστις, ιος, ὁ, A Egyptian bread made from ὄλυρα, Hdt.2.77, Hecat. 323 (b) J., Phanod.5, Ar.Fr.257, prob. in POxy.1742.1 (iv A.D.).

Greek Monolingual

κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].