επιφλέγω
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
Greek Monolingual
ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).