επιφλέγω

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπωσάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).