επισφάλεια
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάσταση («πρόχειρον ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).