ευκαιρώ

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) εύκαιρος
έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο
μσν.
1. είμαι ή μένω άδειος
2. πετυχαίνω
μσν.-αρχ.
βρίσκομαι κάπου τυχαία
αρχ.
1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῦν τάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.)
2. είμαι επίκαιρος
3. φρ. «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι.