ευκαιρώ

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐκαιρῶ, -έω) εύκαιρος
έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο
μσν.
1. είμαι ή μένω άδειος
2. πετυχαίνω
μσν.-αρχ.
βρίσκομαι κάπου τυχαία
αρχ.
1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῦν τάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.)
2. είμαι επίκαιρος
3. φρ. «εὐκαιρῶ τινι ή εἴς τι» — αφιερώνω τον καιρό μου σε κάτι.