περιττωματικός
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
Attic for περισσωματικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιττωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, -ή, -όν, ΜΑ περίττωμα, -ατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα
αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾶλλον», Αριστοτ.
β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν σάρκα», Ιούλ.).
επίρρ...
περιττωματικῶς και περισσωματικῶς Α
ως περίττωμα, ως έκκριση.