περισσωματικός
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
Att. περιττωματικός, ή, όν,
A of the nature of περιττώματα, excretive, excrementitious, ἀπόκρισις Arist.PA 681b36; ὑγρότης Plu.2.130b; π. [μόριον] for excretion, Arist.HA531a29, etc.
2 of persons, abounding in περιττώματα, ib.584a6, Pr. 873a18; σώματα Id.GA766b35 (Comp.); βρέφη Alex.Aphr.Pr.1.2; π. καὶ παχὺς τὴν σάρκα, of a pig, Jul.Or.5.177c.
German (Pape)
[Seite 593] att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
περισσωμᾰτικός: атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.
1 выделительный (ὄργανον Arst.);
2 имеющий обильные выделения Arst.
Greek (Liddell-Scott)
περισσωματικός: μεταγεν. Ἀττ. περιττωματικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῶν περιττωμάτων, ἢ ἀνήκων εἰς αὐτά, ὁ τῶν περιττωμάτων, δι’ οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν, τὴν τῶν περιττωμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· π. ὄργανον, πρὸς ἔκκρισιν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἄφθονα περιττώματα, αὐτόθι 7. 4, 3, Πρβλ. 3. 15 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 799C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. περιττωματικός.