ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῦνκαι παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα
η έγκυος γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].