ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῦν(Α) κέραμοςαυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.