ὁποιοσοῦν
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
German (Pape)
[Seite 361] wie auch immer, Plat. Theaet. 182 d Crat. 390 b u. öfter.
French (Bailly abrégé)
αοῦν, ονοῦν;
qui que ce soit, quelconque.
Étymologie: ὁποῖος, οὖν.
Greek Monolingual
ὁποιοσοῦν
, ὁποιαοῦν
, ὁποιονοῦν(Α)
(αόρ. αντων.) βλ. οποίος.
Russian (Dvoretsky)
ὁποιοσοῦν: какой бы то ни было, какой-л., тот или иной (τί δὲ περὶ αἰσθήσεως ἐροῦμεν ὁποιασοῦν; Plat.).