εγχωρώ
From LSJ
αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best
ἐγχωρῶ (-έω) (AM)
1. επιτρέπω
2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)
3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο είναι δυνατόν.