γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἰσόκοιλος, -ον (Α)αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότητα («ἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῖλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].