Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
ἡμιλιτριαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)].