δαμαίος

From LSJ
Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (Α Δαμαῖος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῖος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].