νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Full diacritics: ξεστιαῖος | Medium diacritics: ξεστιαῖος | Low diacritics: ξεστιαίος | Capitals: ΞΕΣΤΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: xestiaîos | Transliteration B: xestiaios | Transliteration C: ksestiaios | Beta Code: cestiai=os |
α, ον, A of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.
ξεστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].