ρούσος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥούσιος, -ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῖος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α
(κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια 'ναι η άσπρη, ποια 'ναι η ρούσα»)
μσν.-αρχ.
«οἱ ρούσιοι» — οι Κόκκινοι, τα μέλη της ερυθράς φατρίας του βυζαντινού ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. russeus / russus «ερυθρός, κόκκινος»].