νυχαίος

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].