καλογραῖα

From LSJ
Revision as of 18:22, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῖα)<br />η μοναχή, η γυναίκα που καλογερ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

και καλόγρια και καλογραία, η (Μ καλογραῖα)
η μοναχή, η γυναίκα που καλογερεύει σε μοναστήρι
νεοελλ.
φρ. «σχολή καλογραιών» ή απλώς «καλογριές» — σχολείο θηλέων που διευθύνεται από ρωμαιοκαθολικές μοναχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλογριά < καλογραία < καλ(ο)- + γραία «γερόντισσα»].