μοναχή
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ἡ, a kind of ὀθόνιον, Peripl.M.Rubr.6, 14.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, ein indisches Zeug, Arr. Peripl. p. 5.
French (Bailly abrégé)
1fém. de μοναχός.
2ῆς (ἡ) :
vêtement indien fait d'une seule pièce.
Étymologie: μοναχός.
Greek Monolingual
(I)
μοναχῇ (Α)
επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. διχῇ, ἀλλαχῇ)].
(II)
η (ΑΜ μοναχή)
βλ. μοναχός.