οικουρός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, οδ-ουρός].