νακοδαίμων
English (LSJ)
ονος, ὁ, = νακοδέψης (currier), with a play on κακοδαίμων, Ath. 8.352b.
German (Pape)
[Seite 228] ονος, mit komischer Anspielung auf κακοδαίμων, Ath. XIII, 359 b.
Greek (Liddell-Scott)
νᾰκοδαίμων: ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κακοδαίμων, Ἀθήν. 352Β.
Greek Monolingual
νακοδαίμων, ὁ (Α)
νακοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «προβιά» + δαίμων, λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο με τη λ. κακοδαίμων.