ὁμοτελής

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοτελής Medium diacritics: ὁμοτελής Low diacritics: ομοτελής Capitals: ΟΜΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: homotelḗs Transliteration B: homotelēs Transliteration C: omotelis Beta Code: o(motelh/s

English (LSJ)

ές, A paying the same taxes, Poll.3.56, Hsch. ; ὁ. πόλις SIG581.62 (Hierapytna, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 340] ές, dieselben Abgaben entrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοτελής: -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν μετὰ τῶν ἄλλων, ἰσοτελής, Πολυδ. Γ΄, 56, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισο-τελής].