ἀντεπίρρημα

Revision as of 17:06, 30 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό, A antepirrhema, counter-epirrhema, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
antepirrema parte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.

Greek Monolingual

ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).