μελανηφόρος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ον, A = μελανοφόρος, Orph.H.42.9; epithet of priests of Isis, at Delos, SIG977a2 (ii B. C.); at Eretria, Ἀρχ.Δελτ.1.148:— hence μελᾰνη-φορέω, Tz.H.7.999.
German (Pape)
[Seite 119] schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.
Greek (Liddell-Scott)
μελανηφόρος: -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9· ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 (ἔνθα ἴδε τὸν Böckh), 96· - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.
Greek Monolingual
(I)
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μελάνη («μελανηφόρος σάκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + -φόρος].
(II)
μελανηφόρος, -ον (ΑM)
βλ. μελανοφόρος.