χλοόκαρπος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοόκαρπος Medium diacritics: χλοόκαρπος Low diacritics: χλοόκαρπος Capitals: ΧΛΟΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: chloókarpos Transliteration B: chlookarpos Transliteration C: chlookarpos Beta Code: xloo/karpos

English (LSJ)

ον, A producing green fruits, epithet of Demeter, Orph. H.40.5.

German (Pape)

[Seite 1359] mit grüner Frucht, grüne Früchte erzeugend, Beiwort der Demeter, Orph. H. 39, 5, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χλοόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων χλωροὺς καρπούς, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 52, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που παράγει χλωρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ὀμφακό-καρπος)].