πλειονοψηφία
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ἡ, A dominant astrological influence, Serapio in Cat. Cod.Astr.5(3).87 (πλειοψ-), Paul.Al.R.1.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, die Mehrzahl der Stimmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλειονοψηφία: ὡς καὶ νῦν, πλείων ἀριθμὸς ψήφων, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. 65.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. πλειοψηφία.