σπαργάνωμα

From LSJ
Revision as of 06:47, 16 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαργᾰνωμα Medium diacritics: σπαργάνωμα Low diacritics: σπαργάνωμα Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΩΜΑ
Transliteration A: spargánōma Transliteration B: sparganōma Transliteration C: sparganoma Beta Code: sparga/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,= σπάργανον, AB304, Phot.

German (Pape)

[Seite 917] τό, das Eingewickelte; auch = σπάργανον; B. A. 304.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργάνωμα: τό, = σπάργανον, Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. σπάργωσις.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σπαργανῶ, -ώνω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαργανώνω, φάσκιωμα
αρχ.
το σπάργανο.