Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριχίαση

From LSJ
Revision as of 15:07, 16 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>άω]]" to "ῶ]], -άω")

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ τριχιῶ, -άω
ιατρ. ανωμαλία της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα.