βραγχώδης
English (LSJ)
ες, A subject to hoarseness, Hp.Aër.6, Epid.1.1. Adv. -δῶς Gal.13.4. 2 causing it, ὕδατα -έστατα Hp.Aër.7.
German (Pape)
[Seite 460] ες, heiser, Hippocr.; φωνή Poll. 2, 117; ὕδατα, heiser machend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βραγχώδης: -ες, (εἶδος) ὑποκείμενος εἰς βραγχνάδαν, Ἱππ. Ἀέρ. 283, Ἐπιδ. Α΄, 939. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην. 13. 4. 2) ἐπιφέρων αὐτήν, Ἱππ.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [plu. nom. -δέες Aret.SD 1.10.3; ac. -δέας Hp.Aër.6]
I de pers. y de la voz
1 ronco Hp.Aër.l.c., Epid.1.1, Gal.13.4, 16.597, 17(1).56, 58, Aret.SD l.c., φωνή Aret.SD 1.8.5, φωνὴν βραγχώδεες Aret.SA 2.2.15
•subst. τὸ β. ronquera Ruf.Interrog.7.
2 de cosa productor de ronquera ὕδατα Hp.Aër.7.
II adv. -ῶς con ronquera φθεγγόμενοι Gal.13.4.
Greek Monolingual
βραγχώδης, -ες (Α) βράγχος
1. αυτός που είναι ευαίσθητος στον λαιμό και βραχνιάζει εύκολα
2. εκείνος που προξενεί βραχνάδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραγχώδης -ες βράγχος lijdend aan heesheid:; εἶναι... βραγχώδεας διὰ τὸν ἠέρα hees zijn door de lucht Hp. Aër. 6; heesheid opwekkend :. βραγχωδέστατα (kou) wekt bij uitstek heesheid op Hp. Aër. 7.