δολιχόεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν, Ion. δουλ-, A = δολιχός, AP6.4 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 654] εσσα, εν, p. = δολιχός; nur δουλιχόεις, Leon. Tar. 24 (VI, 4).
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχόεις: εσσα, εν, Ἰων. δουλ-, = δολιχός, Ἀνθ. Π. 6. 4.
Spanish (DGE)
(δολῐχόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): c. alarg. métr. δουλ-
largo, δούρατα AP 6.4 (Leon.).
Greek Monotonic
δολῐχόεις: -εσσα, -εν, Ιων. δουλ-, = δολιχός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δολιχόεις: ион. δουλιχόεις, όεσσα, όεν Anth. = δολιχος.