ἀβαδής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
ἀβαδής: -ές, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἔτι βαδίζειν, Εὐθαλ. Προλ. εἰς Ἀποστ. Πραξ. 404, «οἷά τις πῶλος ἀβαδής.»
Spanish (DGE)
-ές
indómitode un caballo, Euthal.Act.M.85.629A.
• Etimología: ἀ- priv. y raíz de βαίνω q.u., c. suf. -δ- como en βάδην, ἐμβάδες, etc.