ἀκυρολεξία
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ἡ, A = ἀκυρολογία, Suid. s.v. αὐθέντης, Eust. 1770.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκυρολεξία: ἡ, = ἀκυρολογία, Εὐστ. 1770 ἐν τέλ., κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ρ{ι}ολ- Steph.in Hp.Aph.2.350.29
gram. palabra o expresión incorrecta Steph.l.c., Eust.1770.64.
Greek Monolingual
η (Μ ἀκυρολεξία) [ἀκυρολεκτῶ]
η ακυρολογία.