ἀμῖξαι
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
οὐρῆσαι ἢ ἠχῆσαι ἢ ὁμίξαι, Hsch., EM83.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῖξαι: «οὐρῆσαι· ἢ ἠχῆσαι· ἢ ὀμῖξαι», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
οὐρῆσαι. ἢ ἐκχύσαι. ἢ ὀμῖξαι Hsch., cf. EM 1081.
• Etimología: Cf. ὀμείχω.