ἀντιλήπτωρ

Revision as of 10:25, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

later ἀντι-λήμπτωρ, ορος, ὁ, A helper, protector, LXX2 Ki.22.3, BGU1139.17 (i B.C.), Eustr.in APo.93.19; θεοὶ ἀ. UPZ14.18(ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 254] ορος, ὁ, Beistand, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλήπτωρ: «ἀντιλαμβανόμενος, ὑπερασπιστής, βοηθός» (Ἡσύχ.), μ. γεν. σὺ δὲ Κύριε ἀντιλήπτωρ μου εἶ, Ψαλμ. γ΄. Α.

Spanish (DGE)

-ορος
• Alolema(s): heleníst. y pap. -λήμπ- UPZ 14.17 (II a.C.)
1 auxiliador, protector de reyes y personajes helenísticos ὑμᾶς θεοὺς μεγίστους καὶ ἀ. UPZ 14.18 (II a.C.), πάντων ... ἀ. BGU 1138.19, 1139.17, 1200.25 (I a.C.), PMich.174.1b (II d.C.), POsl.127.10 (II/III d.C.)
en lit. jud. crist. de Dios ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου LXX 2Re.22.3, βοηθός μου καὶ ἀ. LXX Ps.118.114, 17.3, 1Ep.Clem.59.4, A.Thom.A 19, A.Xanthipp.40, Cyr.Al.M.69.821A, de la cruz, Chrys.M.62.753.
2 que se ocupa ποιητικῶν τεχνῶν Eustr.in APo.93.19.

Greek Monolingual

ο (ἀντιλήπτωρ)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει με δικαστική απόφαση την προστασία κάποιου ο οποίος δεν έχει πλήρη πνευματική υγεία
αρχ.-μσν.
βοηθός, προστάτης, υπερασπιστήςἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου». ΠΔ).