ἁλισμάραγος

Revision as of 10:48, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A sea-resounding, Nonn.D.39.362.

German (Pape)

[Seite 98] κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλισμάρᾰγος: -ον, ὁ ὡς ἡ θάλασσα ἠχῶν, Νόνν. Δ. 39. 362.

Spanish (DGE)

(ἁλισμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [ᾰλισμᾰ-]
que resuena en el mar κυδοιμός Nonn.D.39.362.

Greek Monolingual

ἁλισμάραγος, -ον (Α)
βροντερός σαν θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -σμάραγος < σμαραγῶ (-έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»].