κυδοιμός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ, din of battle, uproar, hubbub, Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμός Il.10.523, cf. 18.218; κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν (mock-heroic) Ar.Ach.573; ὀρνίθων κυδοιμοί cock-fights, Theoc.22.72:—Κυδοιμός personified, as companion of Ἐνυώ and Ἔρις, Il.5.593, 18.535, cf. Emp.128.1, Ar.Pax255.—Ep. word, used by Ar. and in later Prose, as Plb.5.48.5, Luc.Bis Acc.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1524] ὁ, Lärm, bes. in der Schlacht, Schlachtgetümmel, auch die Verwirrung der Schlacht, Schreck u. Bestürzung, gew. θόρυβος, τάραχος erkl.; neben κλαγγή, Il. 10, 523. 18, 218; ἔκ τ' ἀνδροκτασίης, ἔκ θ' αἵματος, ἔκ τε κυδοιμοῦ stehen neben einander 11, 164; ποῖ χρὴ βοηθεῖν; ποῖ κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν; Ar. Ach. 547; ὀρνίχων τοιοίδε κυδοιμοί Theocr. 22, 72, Hahnengefechte; auch in Prosa, ποικίλη τις ἦν ἀκρισία καὶ κυδοιμὸς περὶ τὰ στρατόπεδα Pol. 5, 48, 5; κυδοιμοῦ καὶ φόβου καταλαβόντος τοὺς Ἀθηναίους Ath. V, 216 a. – Personificirt erscheint er als Gefährte der Enyo u. der Ker, Il. 5, 593. 18, 535, des Ares, Empedocl. bei Ath. V, 216 a, des Polemos, Ar. Pax 255.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 tumulte d'un combat ; désordre;
2 le Tumulte du combat personnifié.
Étymologie: DELG κυδάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδοιμός -οῦ, ὁ [κυδάζω] paniek, tumult:; ἄσπετον ὦρσε κυδοιμόν hij verwekte een ontzaglijke paniek Il. 18.218; ὀρνίθων κυδοιμοί hanengevechten Theocr. 22.72; personif. ὁ Κυδοιμός Paniek.
Russian (Dvoretsky)
κῠδοιμός: ὁ
1 шум (битвы), смятение (ἄσπετος Hom.): ποῖ χρὴ βοηθεῖν; ποῖ κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν; Arph. куда нести помощь?, где посеять смятение?;
2 бой, схватка: ὀρνίθων (v.l. ὀρνίχων) κυδοιμοί Theocr. петушиные бои.
English (Autenrieth)
uproar, confusion, din or mêlée of battle; personified, Il. 5.593, Il. 18.535.
Greek Monolingual
κυδοιμός, ὁ (Α)
1. ο θόρυβος της μάχης («Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμός», Ομ. Ιλ.)
2. (σε προσωποποίηση) ὁ Κυδοιμός
ο σύντροφος της Ενυούς και της Έριδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κυδάζω].
Greek Monotonic
κῠδοιμός: ὁ, θόρυβος, ταραχή της μάχης, σύγχυση, οχλοβοή, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Greek (Liddell-Scott)
κῠδοιμός: ὁ, ὁ θόρυβος, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, σύγχυσις, τάραχος, Τρώων δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς Ἰλ. Κ. 523, πρβλ. Σ. 218· κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν, παρῳδουμένη ἡρωϊκὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 572· ὀρνίχων κυδοιμοί, μάχαι, συγκρούσεις ἀλεκτρυόνων, Θεόκρ. 22. 72· ― ὁ Κυδοιμὸς προσωποποιεῖται ὡς σύντροφος τῆς Ἐνυοῦς καὶ τῆς Ἔριδος, Ἰλ. Ε. 593., Σ. 535, πρβλ. Ἐμπεδ. 417, Ἀριστοφ. Εἰρ. 255. ― Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς παρὰ Πολυβ. 5. 48, 5, κτλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: din of battle (Il; Schwyzer 492 and Trümpy Fachausdrücke 158 f.).
Derivatives: κυδοιμέω rage, drive in confusion (Il.). Unclear κυδοιδοπάω make noise, confusion (Ar.; cf. on ἐχθοδοπέω).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown, but seen its unusual formation no doubt Pre-Greek. Frisk and Chantraine discuss it under κυδάζομαι injure, but I see no semantic relation. From *κυδαιμ-?
Middle Liddell
κῠδοιμός, οῦ,
the din of battle, uproar, hubbub, Il., Ar. [Formed from the sound.]